ἐπιχορεύσας

ἐπιχορεύσας
ἐπιχορεύσᾱς , ἐπιχορεύω
dance to
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπιχορεύσᾱς , ἐπιχορεύω
dance to
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιχορεύω — ἐπιχορεύω (Α) 1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός 2. έρχομαι χορεύοντας 3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”